- ἐξευρήμασιν
- ἐξεύρημαthing found outneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀξευρήμασιν — ἐξευρήμασιν , ἐξεύρημα thing found out neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)